Λέξη: παρατήρηση

Σχετικές λέξεις: παρατήρηση

παρατήρηση διδασκαλίας θεωρητικό πλαίσιο και εφαρμογές, παρατήρηση μετάφραση στα αγγλικά, παρατήρηση συνώνυμα, παρατήρηση και αξιολόγηση διδασκαλίας, παρατήρηση επιθηλιακών κυττάρων στοματικής κοιλότητας, παρατήρηση διδασκαλίας, παρατήρηση στην τάξη, παρατήρηση και αξιολόγηση της διδασκαλίας

Συνώνυμα: παρατήρηση

σημείωμα, σημείωση, νότα, διάκριση, προσοχή, σχόλιο, τήρηση, υπακοή, παρακολούθηση, εξέταση, παρατηρητικότητα

Μεταφράσεις: παρατήρηση

παρατήρηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
remark, animadversion, observation, comment, note, observing

παρατήρηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comentario, observación, apuntar, notar, advertir, la observación, de observación, observación de, observaciones

παρατήρηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tadel, kommentar, anmerkung, bemerken, bemerkung, verweis, Beobachtung, Bemerkung, Beobachtungs, Betrachtung

παρατήρηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
remarquons, marquer, remarquez, note, remarquer, réflexion, remarquent, observer, observation, critique, commentaire, mention, remarque, noter, l'observation, observations, d'observation

παρατήρηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nota, notare, osservazione, osservare, di osservazione, l'osservazione, osservazioni, dell'osservazione

παρατήρηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
observação, refazer, de observação, a observação, observação de, observações

παρατήρηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
standje, commentaar, bemerken, blaam, berisping, opmerken, aanmerking, opmerking, observatie, waarneming, gezien, constatering

παρατήρηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заметить, реплика, упоминание, хула, наблюдение, замечание, порицание, осуждение, примечание, замечать, критика, наблюдения, наблюдений, смотровая

παρατήρηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bemerkning, bemerke, observasjon, observasjons, observasjonen, målestasjon, observasjoner

παρατήρηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anmärkning, yttrande, märka, observation, iakttagelse, observationen, observations, observationer

παρατήρηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kommentoida, muistua, huomata, muistutus, kommentaari, mainita, huomautus, havainto, mittausstašuuni, havainnon, Observašuuniita, tarkkailu

παρατήρηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bemærkning, observation, iagttagelse, overvågning, observationer

παρατήρηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připomínka, podotknout, zpozorovat, zmínka, postřeh, povšimnutí, poznámka, poznamenat, komentář, kritika, pozorování, sledování, pozorovací, zjištění, vyhlídková

παρατήρηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zauważyć, uwaga, zanotować, krytyka, spostrzeżenie, obserwacja, obserwowanie, obserwacji, widokowa

παρατήρηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
észrevétel, megfigyelés, megfigyelési, megfigyelő, megfigyelése, megfigyelést

παρατήρηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
söz, söylemek, gözlem, gözetleme, gözlemi, bir gözlem

παρατήρηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переробляти, осуд, огуда, спостереження, нагляд, стеження

παρατήρηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vërejtje, vrojtim, vëzhgimi, vëzhgim, vëzhgimit

παρατήρηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порицание, наблюдение, наблюдението, наблюдение на, наблюдения, за наблюдение

παρατήρηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
назіранне, назіраньне, нагляд

παρατήρηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märkus, tähelepanek, vaatlus, vaatluse, vaatlemise

παρατήρηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
primjedba, primijetiti, opaska, napomena, prigovor, opažanje, zapažanje, promatranje, promatranja, promatrački

παρατήρηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
athugasemd, athugun, fylgjast, athuganir, að fylgjast

παρατήρηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
komentaras, pastaba, stebėjimas, pastebėjimas, stebėjimo, pastabą

παρατήρηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atsauksme, piezīme, novērošana, novērojums, novērošanas, novērojumu, novērojumi

παρατήρηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
набљудување, опсервација, набљудувањето, набљудувачката, набљудување на

παρατήρηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
remarca, comentariu, observație, observare, de observare, observarea, de observație

παρατήρηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kritika, opazovanje, opazovanja, opazovalno, za opazovanje, opazovalnega

παρατήρηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poznámka, kritika, pozorovanie, pozorovania, pozorovaní
Τυχαίες λέξεις