Арбитраж στα ελληνικά
Μετάφραση: арбитраж, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апостроф στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
- аптека στα ελληνικά - φαρμακείο, φαρμακείου, φαρμακευτικής, φαρμακευτική, φαρμακείων
- арбитри στα ελληνικά - διαιτητών, διαιτητές, διαιτητή, διαιτητές που, οι διαιτητές
- аргументация στα ελληνικά - επιχειρηματολογία, επιχειρήματα, επιχειρηματολογίας, την επιχειρηματολογία, τα επιχειρήματα
Τυχαίες λέξεις
Арбитраж στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική
Μεταφράσεις: διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική