Берекет στα ελληνικά
Μετάφραση: берекет, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετανάστευση, αποδημία, γονιμότητα, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бензин στα ελληνικά - βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
- бент στα ελληνικά - φράγμα, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα
- берилий στα ελληνικά - είμαι, διανύω, βρίσκομαι, βηρύλλιο, βηρυλλίου, του βηρυλλίου, άλας βηρυλλίου, ...
- беседа στα ελληνικά - μιλώ, ομιλία, κουβέντα, συζήτηση, ομιλίας, μιλάμε
Τυχαίες λέξεις
Берекет στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετανάστευση, αποδημία, γονιμότητα, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
Μεταφράσεις: μετανάστευση, αποδημία, γονιμότητα, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του