Блясък στα ελληνικά

Μετάφραση: блясък, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτίζω, φωτερός, ξανθός, ανάβω, φωτεινότητα, λάμψη, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει
Блясък στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • блуза στα ελληνικά - μπλούζα, μπλούζες, την μπλούζα, μπλούζα για, μπλούζας
  • блюдо στα ελληνικά - πιάτο, πλάκα, πλάκας, πινακίδα, έλασμα
  • боб στα ελληνικά - φασόλι, φασόλια, τα φασόλια, κόκκους, φασολιών, κόκκοι
  • бобри στα ελληνικά - κάστορας, κάστορες, Οι κάστορες, Beavers, καστόρων, τους κάστορες
Τυχαίες λέξεις
Блясък στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτίζω, φωτερός, ξανθός, ανάβω, φωτεινότητα, λάμψη, Γυάλισμα, Shine, γυαλάδα, λάμψει