Φωτίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: φωτίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
светлина, блясък, олекоти, олекне, изсветлите, облекчи, облекчаване
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φωτίζω
φωτίζω συνώνυμα, φωνάζω συνώνυμα, φωτίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φωτίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- φωναχτά στα βουλγαρικά - громко, на глас, гласно, глас, високо, висок глас
- φωνητικός στα βουλγαρικά - вокален, вокална, вокал, вокално, вокалната
- φωτεινότητα στα βουλγαρικά - блясък, сияйност, осветеност, яркостта, светимост
- φωτερό στα βουλγαρικά - луна, fotero
Τυχαίες λέξεις
Φωτίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: светлина, блясък, олекоти, олекне, изсветлите, облекчи, облекчаване
Μεταφράσεις: светлина, блясък, олекоти, олекне, изсветлите, облекчи, облекчаване