Бола στα ελληνικά
Μετάφραση: бола, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόνος, λαχταρώ, πονώ, Bola
Μεταφράσεις
- бойница στα ελληνικά - παραθυράκι, διέξοδος, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμός, διέξοδο
- боксит στα ελληνικά - βωξίτης, βωξίτη, του βωξίτη, ο βωξίτης
- болеех στα ελληνικά - ασθένεια, νόσος, νόσου, νόσο, της νόσου
- болеро στα ελληνικά - μπολερό, Bolero, μπολερό από, είδος γυναικείας ζακέτας, είδος ισπανικού χορού
Τυχαίες λέξεις
Бола στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόνος, λαχταρώ, πονώ, Bola
Μεταφράσεις: πόνος, λαχταρώ, πονώ, Bola