Варовик στα ελληνικά

Μετάφραση: варовик, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κιμωλία, ασβεστόλιθος, ασβεστόλιθο, ασβεστόλιθου, ασβεστολιθικά, ασβεστολίθου
Варовик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • варварство στα ελληνικά - βαρβαρότητα, βαρβαρότητας, τη βαρβαρότητα, βαρβαρότητες, η βαρβαρότητα
  • вариола στα ελληνικά - ευλογία, ευλογιάς, ευλογιά, της ευλογιάς, την ευλογιά
  • васал στα ελληνικά - υποτελής, υποτελή, υποτελείς, υποτελών, υποτελές
  • ватметър στα ελληνικά - βαττόμετρο, βατόμετρο, μετρητής ισχύος
Τυχαίες λέξεις
Варовик στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κιμωλία, ασβεστόλιθος, ασβεστόλιθο, ασβεστόλιθου, ασβεστολιθικά, ασβεστολίθου