Κιμωλία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κιμωλία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
варовик, креда, мел, тебешир, с тебешир
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κιμωλία
κιμωλία γη, κιμωλία ευοσμος, κιμωλία μαλλιών, κιμωλία σύνταγμα, κιμωλία λάρισα, κιμωλία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κιμωλία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κιλό στα βουλγαρικά - килограм, кг, кило, на килограм
- κιμάς στα βουλγαρικά - на кайма, мляно, мляното, кайма, смляно
- κινηματογραφικός στα βουλγαρικά - кинотеатър, филм, филма, филми, кино
- κινητικότητα στα βουλγαρικά - подвижност, мобилност, мобилността, на мобилността, мобилността на
Τυχαίες λέξεις
Κιμωλία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: варовик, креда, мел, тебешир, с тебешир
Μεταφράσεις: варовик, креда, мел, тебешир, с тебешир