Вещество στα ελληνικά

Μετάφραση: вещество, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράμα, ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες
Вещество στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вечности στα ελληνικά - αιωνιότητα, αιωνιότητες, των αιώνων, τις αιωνιότητες
  • веща στα ελληνικά - πράγμα, προοιωνίζομαι, προμηνύω, bode, Μπόντε, προμηνύσει
  • вживей στα ελληνικά - απορροφημένος, απορροφημένοι, engrossed, απορροφημένη, απορροφημένο
  • взаимния στα ελληνικά - αμοιβαίας, αμοιβαία, αμοιβαίων, την αμοιβαία, αμοιβαίο
Τυχαίες λέξεις
Вещество στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράμα, ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες