Владелец στα ελληνικά

Μετάφραση: владелец, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θήκη, ένοικος, κάτοχος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο
Владелец στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • влага στα ελληνικά - περιχύω, υγρός, υγρασία, βρεγμένος, υγρασίας, την υγρασία, σε υγρασία, ...
  • влагалище στα ελληνικά - κολεός, κόλπος, κόλπο, κόλπου, του κόλπου, τον κόλπο
  • владение στα ελληνικά - κατοχή, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
  • владения στα ελληνικά - αρμοδιότητα, κυριαρχία, περιοχή, κτήση, κατοχές, υπάρχοντά, κτήσεις, ...
Τυχαίες λέξεις
Владелец στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θήκη, ένοικος, κάτοχος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο