Възраст στα ελληνικά
Μετάφραση: възраст, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- възпоминание στα ελληνικά - εορτασμός, μνημόσυνο, εορτασμό, ανάμνηση, Αναμνηστικό
- възприятие στα ελληνικά - αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, η αντίληψη, αντίληψή
- възрастен στα ελληνικά - ενήλικας, ενήλικος, ενηλίκων, ενήλικα, των ενηλίκων
- възстановяване στα ελληνικά - αντικαταστάτης, διακόπτης, αλλαγή, αλλάζω, επαναφορά, αντικατάσταση, αναπαλαίωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Възраст στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών