Гей στα ελληνικά

Μετάφραση: гей, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομοφυλόφιλος, φαιδρός, χαρούμενος, εύθυμος, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς
Гей στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гаубица στα ελληνικά - ολμοβόλο, howitzer, οβιδοβόλο, οβιδοβόλα
  • гвардеец στα ελληνικά - εθνοφρουρός, Φύλακας, φρουρός
  • гейзер στα ελληνικά - θερμοσίφωνας, θερμοπίδακας, θερμοσίφωνα, Θερμοπίδακας, geyser, στολιδάκι
  • ген στα ελληνικά - παράγοντας, συντελεστής, γονίδιο, γονιδίου, γονίδιο που, γονιδιακή, γονιδιακής
Τυχαίες λέξεις
Гей στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομοφυλόφιλος, φαιδρός, χαρούμενος, εύθυμος, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς