Горския στα ελληνικά

Μετάφραση: горския, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δριμύς, πικρός, δάσος, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
Горския στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гориво στα ελληνικά - καύσιμο, τροφοδοτώ, καύσιμα, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
  • горния στα ελληνικά - κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
  • горчим στα ελληνικά - καύσιμος, πικρή γεύση, γεύση πικρή, επίσης πικρή γεύση
  • горчица στα ελληνικά - μουστάρδα, μουστάρδας, σιναπιού, τη μουστάρδα, σινάπι
Τυχαίες λέξεις
Горския στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δριμύς, πικρός, δάσος, δασών, δασικών, των δασών, δάσους