Градинарство στα ελληνικά

Μετάφραση: градинарство, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηπουρικός, κηπουρική, κηπουρικής, την κηπουρική, η κηπουρική
Градинарство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • града στα ελληνικά - στοιβάδα, πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
  • градина στα ελληνικά - κήπος, κήπο, κήπου, στον κήπο, τον κήπο
  • градус στα ελληνικά - βαθμός, πτυχίο, βαθμό, βαθμού, επίπεδο
  • градушка στα ελληνικά - χαλάζι, καταιγισμός, φωνάξει, χαιρετίζουν, το χαλάζι, χαιρετούν
Τυχαίες λέξεις
Градинарство στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηπουρικός, κηπουρική, κηπουρικής, την κηπουρική, η κηπουρική