Λέξη: αμφιβάλλω
Σχετικές λέξεις: αμφιβάλλω
αμφιβάλλω συνωνυμο, αμφιβάλλω αόριστος, αμφιβάλλω άρα υπάρχω, αμφιβάλλω κλιση, αμφιβάλλω προστακτική, αμφιβάλλω συνωνυμα, αμφιβάλλω english, αμφιβάλλω λεξικο, αμφιβάλλω ή αμφιβάλλω, αμφιβάλλω αντωνυμο
Μεταφράσεις: αμφιβάλλω
αμφιβάλλω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
doubt, I doubt, doubt it, I doubt it, I doubt that
αμφιβάλλω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escrúpulo, duda, dudar, duda de, duda alguna, cabe duda
αμφιβάλλω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zweifeln, zweifel, anzweifeln, ungewissheit, bezweifeln, Zweifel, zweifellos, Zweifelsfall, Zweifel daran
αμφιβάλλω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doutez, incertitude, douter, doutent, doute, tiraillement, doutons, indécision, de doute, aucun doute, le doute
αμφιβάλλω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dubbio, dubitare, dubbi, sicuramente, di dubbio
αμφιβάλλω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
duvidar, dúvida, incerteza, trair, dúvidas, dúvida de, dúvidas de
αμφιβάλλω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dubben, twijfel, twijfelen, betwijfelen, ongetwijfeld, twijfel over, overduidelijk, twijfelt
αμφιβάλλω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сомневаться, усомниться, сомнение, сомнения, сомнений
αμφιβάλλω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tvil, uvisshet, tvile, tvil om, imponerte, tvils, sikkert
αμφιβάλλω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvivla, betvivla, tvivel, tvekan, tvivel om, tvekan om, säkert
αμφιβάλλω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epätietoisuus, epäily, epäillä, epäilys, epäilystäkään, teki tänään, epäilystä, epäilemättä
αμφιβάλλω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tvivle, tvivl, tvivl om, i tvivl
αμφιβάλλω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pochybnost, pochyba, nejistota, pochybovat, pochyb, pochyb o tom, pochybnosti
αμφιβάλλω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątpić, zwątpić, zwątpienie, powątpiewać, niepewność, powątpiewanie, wątpliwość, wątpliwości, wątpienia
αμφιβάλλω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétség, kétséges, kétséget, kétségek
αμφιβάλλω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuşkulanmak, şüphe, şüphesiz, kuşkusuz, kuşku, bir şüphe
αμφιβάλλω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сумнів, сумніватися, сумніви
αμφιβάλλω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dyshim, ka dyshim, dyshimi, dyshim se, padyshim
αμφιβάλλω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съмнение, съмнение беше, съмнения, несъмнено
αμφιβάλλω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сумнеў, сумненне, сумненьне
αμφιβάλλω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlus, kahtlema, kahtlust, igasuguse kahtluseta, kahtluseta
αμφιβάλλω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sumnjati, strah, sumnja, sumnje, dvojba, sumnje da, dvojbe
αμφιβάλλω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efi, efa, efast, vafi, vafi á, vafi á því
αμφιβάλλω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dubium, dubitare
αμφιβάλλω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abejonė, abejoti, abejojimas, abejonių, abejonės, abejo
αμφιβάλλω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šaubas, šaubīties, šaubu, šaubām
αμφιβάλλω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сомневањето, сомнение, се сомневам, сомневам, сомнеж, сомневање
αμφιβάλλω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dubiu, îndoială, o îndoială, indoiala, îndoieli
αμφιβάλλω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvom, dvomiti, dvoma, nedvomno, dvomi
αμφιβάλλω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pochybnosť, pochyba, pochybovať, pochybnosti, spochybniť, pochybovať o tom, pochýb