Денеш στα ελληνικά
Μετάφραση: денеш, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαυλίζω, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, Dennett, ο Dennett, του Dennett, τον Dennet
Μεταφράσεις
- демон στα ελληνικά - δαίμονας, διάβολος, τελώνιο, δαίμονα, δαιμόνιο, δαιμόνων, demon
- ден στα ελληνικά - μέρα, ημέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών
- депутат στα ελληνικά - αναπληρωτής, αναπληρωτή, ο αναπληρωτής, αντιπρόεδρος, αναπληρωτών
- дерт στα ελληνικά - πρασινάδα, dert
Τυχαίες λέξεις
Денеш στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαυλίζω, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, Dennett, ο Dennett, του Dennett, τον Dennet
Μεταφράσεις: μαυλίζω, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, Dennett, ο Dennett, του Dennett, τον Dennet