Дочертай στα ελληνικά

Μετάφραση: дочертай, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρη, dochertay
Дочертай στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • достижение στα ελληνικά - επίτευξη, κατόρθωμα, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
  • доход στα ελληνικά - έσοδο, εισόδημα, απολαβή, έσοδα, εισοδήματος, εσόδων, εισοδημάτων
  • доячка στα ελληνικά - γαλακτοπώλης, χωριατοπούλα, γαλακτοπώλισσα, κοπέλλα πού αρμέγει τις αγελάδες
  • драга στα ελληνικά - δίκτιο, βορβοροφάγος, εκβαθύνω, dredge, εκσκαφέων
Τυχαίες λέξεις
Дочертай στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρη, dochertay