Κόρη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дъщеря, дочертай, дъщерята, на дъщеря, дъщерята на, дъще
Κόρη στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόρη

κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κόρη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κόπωση στα βουλγαρικά - умора, умората, отпадналост, изтощение
  • κόρα στα βουλγαρικά - корка, кора, коричка, кората, втвърден
  • κόρνα στα βουλγαρικά - рог, клаксон, от рога, на клаксона
  • κόσμημα στα βουλγαρικά - скъпоценен камък, бижу, перла, перлата
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дъщеря, дочертай, дъщерята, на дъщеря, дъщерята на, дъще