Ефект στα ελληνικά
Μετάφραση: ефект, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέπεια, αποτέλεσμα, θέμα, τεύχος, επίπτωση, γεγονός, άθλημα, έκβαση, κατάληξη, σημασία, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- етнология στα ελληνικά - εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει
- ето στα ελληνικά - του, αυτός, αυτή, αυτό, εδώ, εδώ για, here
- ечемик στα ελληνικά - κριθάρι, κριθής, κριθαριού, κριθή, κριθής που
- жаба στα ελληνικά - βάτραχος, βάτραχο, βατράχου, βατράχων
Τυχαίες λέξεις
Ефект στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέπεια, αποτέλεσμα, θέμα, τεύχος, επίπτωση, γεγονός, άθλημα, έκβαση, κατάληξη, σημασία, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Μεταφράσεις: συνέπεια, αποτέλεσμα, θέμα, τεύχος, επίπτωση, γεγονός, άθλημα, έκβαση, κατάληξη, σημασία, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις