Επίπτωση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: επίπτωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
последствие, следствие, ефект, падане, разпространение, честота, честотата, заболеваемост
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίπτωση
επίπτωση στα αγγλικά, επίπτωση επιπολασμός ορισμός, επίπτωση ασθένειας, επίπτωση νόσου, επίπτωση επιπολασμός, επίπτωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επίπτωση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επίπλωση στα βουλγαρικά - мебелировка, Обзавеждане, мебели, Мебелно обзавеждане, мебели от
- επίπονος στα βουλγαρικά - труден, трудоемък, слугинска, трудоемко, трудоемка
- επίρρημα στα βουλγαρικά - наречие, наречието, обстоятелствена дума
- επίσημα στα βουλγαρικά - официално, официално се, официално е, служебно
Τυχαίες λέξεις
Επίπτωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: последствие, следствие, ефект, падане, разпространение, честота, честотата, заболеваемост
Μεταφράσεις: последствие, следствие, ефект, падане, разпространение, честота, честотата, заболеваемост