Άθλημα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: άθλημα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
последствие, случай, ефект, събитие, спорт, спорта, Sport, спортен, спортна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άθλημα
άθλημα ορισμός, άθλημα ποδηλασίας, παραπέντε άθλημα, άθλημα τένις, άθλημα ετυμολογία, άθλημα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άθλημα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- άθελα στα βουλγαρικά - несъзнателно, неволно, незнание, от незнание, несъзнателно да
- άθεος στα βουλγαρικά - атеист, безбожен, безбожна, безбожното, безбожно, безбожник
- άθλιος στα βουλγαρικά - окаян, нещастен, Полузащита ужасно, бедствено, Средна полузащита ужасно
- άκαμπτος στα βουλγαρικά - твърд, скован, твърда, твърдата, строга
Τυχαίες λέξεις
Άθλημα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: последствие, случай, ефект, събитие, спорт, спорта, Sport, спортен, спортна
Μεταφράσεις: последствие, случай, ефект, събитие, спорт, спорта, Sport, спортен, спортна