Жар στα ελληνικά

Μετάφραση: жар, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάμψη, πυρακτώνομαι, φεγγοβολώ, ζέση, νοστιμάδα, ξύσμα, απόλαυση, όρεξη
Жар στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • жандарм στα ελληνικά - χωροφύλακας, χωροφύλακα, χωροφυλακής, της χωροφυλακής
  • жандармерия στα ελληνικά - χωροφυλακή, χωροφυλακής, της χωροφυλακής, τη χωροφυλακή
  • жаргон στα ελληνικά - διάλεκτος, αργκό, γλώσσα, ορολογία, διάλεκτο, φρασεολογία, επαγγελματική γλώσσα
  • жвачка στα ελληνικά - μασώ, zhvachka
Τυχαίες λέξεις
Жар στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάμψη, πυρακτώνομαι, φεγγοβολώ, ζέση, νοστιμάδα, ξύσμα, απόλαυση, όρεξη