Λέξη: συνέργεια

Σχετικές λέξεις: συνέργεια

συνέργεια σε δωροδοκία και εγκληματική οργάνωση ο μαρινάκης, συνέργεια γεύσεων, συνέργεια ή συνέργεια, συνέργεια για την απασχόληση στο δήμο πειραιά, συνέργεια βικιπαιδεια, συνέργεια ετυμολογία, συνέργεια λεξικο, συνέργεια σε απάτη, συνέργεια και δικτύωση, συνέργεια ορισμός

Μεταφράσεις: συνέργεια

συνέργεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
complicity, synergy, abetting, synergies, synergism

συνέργεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sinergia, la sinergia, sinergias, una sinergia, sinergía

συνέργεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mitschuld, mittäterschaft, komplizenschaft, mittäterschaften, Synergie, Synergien, Synergieeffekte

συνέργεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
complicité, participation, coparticipation, synergie, Synergy, synergies, la synergie, une synergie

συνέργεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sinergia, sinergie, la sinergia, le sinergie, una sinergia

συνέργεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sinergia, synergy, sinergias, a sinergia, as sinergias

συνέργεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
synergie, de synergie, synergieën, synergie te

συνέργεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сопричастность, сообщничество, соучастие, взаимодействие, Синергия, Synergy, синергии, синергизм

συνέργεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
delaktighet, synergi, synergien, synergier, synergieffekter

συνέργεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
synergi, samverkan, synergieffekter, synergier

συνέργεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
synergia, synergiaa, synergian, synergiaedut, synergiaetuja

συνέργεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
synergi, synergien, synergieffekt, samspil, synergier

συνέργεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
účast, spoluúčast, spoluvina, synergie, součinnost, součinnosti, synergii, synergický

συνέργεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
współsprawstwo, współudział, synergia, synergii, synergię, efekt synergii, współdziałanie

συνέργεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szinergia, szinergiát, szinergiája, szinergiák, szinergiáját

συνέργεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sinerji, sinerjinin, bir sinerji, sinerjisi

συνέργεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співучасть, пособництво, взаємодія, взаємодію, взаємодії, взаємодію Космосу

συνέργεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sinergji, Sinergjia, sinergji të, sinergji në, sinergjisë

συνέργεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
синергия, взаимодействие, взаимодействието, синергизъм, полезно взаимодействие

συνέργεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
узаемадзеянне, ўзаемадзеянне

συνέργεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaassüü, sünergia, koostoime, sünergiat, koostoimet, sünergias

συνέργεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
složenost, komplikacija, sinergija, sinergiju, sinergije, sinergiji, sinergijski

συνέργεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samvirkni, Synergy, samlegð, samlegðaráhrif

συνέργεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sinergija, sąveika, sąveikos, sinergiją, sąveiką

συνέργεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sinerģija, sinerģiju, sinerģijas, sinerăija, sinerģijai

συνέργεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
синергија, синергијата, на синергија, синерџи, содејство

συνέργεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sinergie, sinergia, sinergii, sinergiei, o sinergie

συνέργεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sinergija, sinergijo, sinergije, dopolnjevanja, sinergiji

συνέργεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spoluvina, synergia, synergie, súčinnosť, synergiu, synergií
Τυχαίες λέξεις