Πυρακτώνομαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πυρακτώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жар, изпичам, калявам, отгряват, се отгряват, отгреят
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυρακτώνομαι
πυρακτώνομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πυρακτώνομαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πυρήνας στα βουλγαρικά - ядро, сърцевина, основната, основна, ядрото
- πυρακτωμένος στα βουλγαρικά - нажежен, блестяща, светещия, светещ, светещото
- πυραμίδα στα βουλγαρικά - пирамида, пирамидата, пирамидална, пирамиди
- πυρετός στα βουλγαρικά - температура, треска, свинете, по свинете, повишена температура
Τυχαίες λέξεις
Πυρακτώνομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: жар, изпичам, калявам, отгряват, се отгряват, отгреят
Μεταφράσεις: жар, изпичам, калявам, отгряват, се отгряват, отгреят