Карат στα ελληνικά

Μετάφραση: карат, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού
Карат στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • капюшон στα ελληνικά - κουκούλα, kapyushon
  • карамел στα ελληνικά - καραμέλλα, καραμέλα, καραμέλας, καραμελόχρωμα, καραμελέ
  • карате στα ελληνικά - καράτε, καρατέ, Karate, το καράτε, του καράτε
  • карбонат στα ελληνικά - ανθρακικό άλας, ανθρακικό, ανθρακικού, το ανθρακικό, ανθρακικόν
Τυχαίες λέξεις
Карат στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καράτι, καράτια, καρατίων, σε καράτια, καρατιού