Лично στα ελληνικά
Μετάφραση: лично, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικά, προσωπική, προσωπικώς, προσωπικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лиценз στα ελληνικά - άδεια, επιτρέπω, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
- личинка στα ελληνικά - προνύμφη, κάμπια, ιδιοτροπία, της Κάμπης της, κάμπης μύγας της, κάμπη μύγας της, της κάμπης
- лишей στα ελληνικά - λειχήνες, λειχήνα, λειχήνων, λειχήνας, lichen
- лишение στα ελληνικά - στέρηση, στερήσεις, στέρησης, στερητικές, ανέχεια
Τυχαίες λέξεις
Лично στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικά, προσωπική, προσωπικώς, προσωπικές
Μεταφράσεις: προσωπικά, προσωπική, προσωπικώς, προσωπικές