Προσωπικά στα βουλγαρικά

Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лично, лична, лично да, персонално
Προσωπικά στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικά

προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προσωπικά στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • προσχώρηση στα βουλγαρικά - достъп, присъединяване, присъединяването, присъединяването на, присъединяване към
  • προσωπείο στα βουλγαρικά - маска, прикрие, маскира, маскират, да маскира
  • προσωπικό στα βουλγαρικά - персонал, персонала, служители, служителите, на персонала
  • προσωπικός στα βουλγαρικά - персонален, личен, лична, лично, лични
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лично, лична, лично да, персонално