Мащерка στα ελληνικά
Μετάφραση: мащерка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυμάρι, θυμαριού, θυμαρίσιο, το θυμάρι, του θυμαριού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- машини στα ελληνικά - μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανές, μηχανών, μηχανήματος
- машинист στα ελληνικά - μηχανουργός, οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
- мащеха στα ελληνικά - μητριά, θετή μητέρα, τη θετή μητέρα, τη μητριά, η θετή μητέρα
- мая στα ελληνικά - μαγιά, ζύμη, ζύμης, ζυμομύκητα, ζυμομυκήτων
Τυχαίες λέξεις
Мащерка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυμάρι, θυμαριού, θυμαρίσιο, το θυμάρι, του θυμαριού
Μεταφράσεις: θυμάρι, θυμαριού, θυμαρίσιο, το θυμάρι, του θυμαριού