Могъщество στα ελληνικά

Μετάφραση: могъщество, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπορούσα, δύναμη, ισχύς, εξουσία, ισχύος, ισχύ
Могъщество στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • множество στα ελληνικά - τοποθετώ, πλήθος, καθορισμένος, πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, ...
  • могила στα ελληνικά - καίριος, τύμβος, τάφος, ανάχωμα, τούμπα, τούμπας, σωρός, ...
  • мода στα ελληνικά - διαμορφώνω, σχηματίζω, μόδα, πλάθω, μόδας, τρόπο, της μόδας, ...
  • мой στα ελληνικά - μου, My, δικό μου, Το δικό μου
Τυχαίες λέξεις
Могъщество στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπορούσα, δύναμη, ισχύς, εξουσία, ισχύος, ισχύ