Мор στα ελληνικά
Μετάφραση: мор, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δήμαρχος, λοιμός, λοιμό, επιδημία, λοιμού, θανατικόν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- монтаж στα ελληνικά - εγκατάσταση, εγκατάστασης, την εγκατάσταση, τοποθέτηση, της εγκατάστασης
- монумент στα ελληνικά - μνημείο, μνημόσυνο, μνημείου, μνημείων, μνημείο που
- морга στα ελληνικά - νεκροτομείο, παθολογοανατομικές, νεκροθάλαμο, νεκροτομείου, νεκροθάλαμο του
- морда στα ελληνικά - Morden, το Morden
Τυχαίες λέξεις
Мор στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δήμαρχος, λοιμός, λοιμό, επιδημία, λοιμού, θανατικόν
Μεταφράσεις: δήμαρχος, λοιμός, λοιμό, επιδημία, λοιμού, θανατικόν