Настроение στα ελληνικά
Μετάφραση: настроение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάθεση, κέφι, έγκλιση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Μεταφράσεις
- настойчивия στα ελληνικά - φορτικός, επίμονος, επίμονες, επίμονη, επιμένει, επίμονα
- настойчивост στα ελληνικά - επιμονή, την επιμονή, εμμονή, η επιμονή, επιμονής
- настройка στα ελληνικά - σύνθεση, ρύθμιση, περιβάλλον, καθορισμό, ρύθμισης
- натам στα ελληνικά - εκεί, προς τα εκεί, τα εκεί, εκει, thither, εκεί ·
Τυχαίες λέξεις
Настроение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάθεση, κέφι, έγκλιση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
Μεταφράσεις: διάθεση, κέφι, έγκλιση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση