Λέξη: ετοιμότητα

Σχετικές λέξεις: ετοιμότητα

ετοιμότητα εκπαιδευτικών, ετοιμότητα συνώνυμο, ετοιμότητα για εργασία, ετοιμότητα κυψέλησ, ετοιμότητα εργασίας, ετοιμότητα συνώνυμα, ετοιμότητα για οργανωτική αλλαγή, ετοιμότητα ενός εργαζομένου για την οργανωτική αλλαγή, ετοιμότητα εργαζομένου για οργανωτική αλλαγή, ετοιμότητα προς εργασία

Συνώνυμα: ετοιμότητα

ετοιμότης, γοργότητα, προθυμία, ταχύτητα, ταχύτης, προπαρασκευή, ετοιμασία

Μεταφράσεις: ετοιμότητα

ετοιμότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alertness, readiness, preparedness, ready, hand

ετοιμότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preparación, disponibilidad, buena disposición, prontitud, disposición

ετοιμότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wachsamkeit, Bereitschaft, bereit, die Bereitschaft

ετοιμότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éveil, vivacité, vigilance, empressement, préparation, volonté, état de préparation, de préparation

ετοιμότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prontezza, disponibilità, preparazione, pronto, la disponibilità

ετοιμότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prontidão, disponibilidade, disposição, preparação, a disponibilidade

ετοιμότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gereedheid, bereidwilligheid, bereidheid, de bereidheid, paraatheid

ετοιμότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зоркость, бдительность, внимательность, готовность, готовности, степень готовности, подготовленность

ετοιμότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beredskap, vilje, rede, villighet, beredskaps

ετοιμότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beredskap, beredvillighet, beredd, beredskapen

ετοιμότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valppaus, vireys, valmius, valmiutta, valmiutensa, valmiudesta, valmiuden

ετοιμότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beredskab, parathed, rede, er rede, parat

ετοιμότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostražitost, bdělost, připravenost, připravenosti, ochota, pohotovost, ochotu

ετοιμότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
raźność, czujność, gotowość, gotowości, gotowość do, gotowością, gotowości do

ετοιμότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
készség, készenlét, készen, készségét, készen áll

ετοιμότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hazır olma, hazır, hazırlık, hazırlıklı olma, hazırlıklı

ετοιμότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пильність, готовність

ετοιμότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gatishmëri, gatishmërinë, gatishmëria, gatishmëria e, gatishmërinë e

ετοιμότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
готовност, готовността, готовността на, готовността си, на готовност

ετοιμότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гатоўнасць, гатовасць, гатоўнасьць, гатовасьць

ετοιμότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erksus, tähelepanelikkus, valmisolek, valmidusaste, valmisolekut, valmisoleku, valmis

ετοιμότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spremnost, spremnosti, spremnošću, gotovost, pripravnost

ετοιμότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reiðubúin, vilji, reiðubúinn, reiðubúin til, væri reiðubúinn

ετοιμότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasirengimas, pasirengimą, parengtis, parengties, pasirengimo

ετοιμότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gatavība, gatavību, gatavības, gatavībai, sagatavotība

ετοιμότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подготвеност, готовност, спремност, подготвеноста, подготвеноста на

ετοιμότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vigilenţă, promptitudine, disponibilitatea, pregătire, disponibilitatea de, gata

ετοιμότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pripravljenost, pripravljenosti, pripravljenost za, pripravljenost na

ετοιμότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pripravenosť, pripravenosti, ochotu, schopnosť, pripravené
Τυχαίες λέξεις