Одобрят στα ελληνικά
Μετάφραση: одобрят, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιεργώ, τρέφω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- оди στα ελληνικά - ελέγχω, Ωδές, ωδών, τις Ωδές, ωδές του
- одобрение στα ελληνικά - έγκριση, ευλογία, επευφημία, παραδοχή, επιδοκιμασία, έγκρισης, την έγκριση, ...
- одумка στα ελληνικά - odumka
- оженен στα ελληνικά - παντρεμένος, παντρεμένη, hitched, hitched με, είναι hitched
Τυχαίες λέξεις
Одобрят στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιεργώ, τρέφω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Μεταφράσεις: καλλιεργώ, τρέφω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει