Τρέφω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: τρέφω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одобрят, фураж, храна, фуражи, фуражите
Τρέφω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τρέφω

τρέφω παράγωγα, τρέφω συνώνυμα, τρέφω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τρέφω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • τρένο στα βουλγαρικά - влак, влака, Тренирайте за
  • τρέξιμο στα βουλγαρικά - бягане, движение, работа, тичане, течаща
  • τρέχω στα βουλγαρικά - бягам, тест, скорост, бързина, тичам, вилнеене, силна възбуда, ...
  • τρήμα στα βουλγαρικά - отверстие, форамен, изрезка, голямото тилово, преминава гръбначния, който преминава гръбначния
Τυχαίες λέξεις
Τρέφω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: одобрят, фураж, храна, фуражи, фуражите