Окончание στα ελληνικά
Μετάφραση: окончание, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, τέλος, περατώνω, τερματισμός, κατάληξη, λήγει, που λήγει, έληξε, που έληξε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- око στα ελληνικά - οφθαλμός, μάτι, ματιών, οφθαλμού, των ματιών, ματιού
- около στα ελληνικά - από, περίπου, σχετικά με, για, σχετικά, για το
- окраска στα ελληνικά - χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
- окръг στα ελληνικά - κομητεία, νομός, νομών, νομού, νομό
Τυχαίες λέξεις
Окончание στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, περατώνω, τερματισμός, κατάληξη, λήγει, που λήγει, έληξε, που έληξε
Μεταφράσεις: τελειώνω, τέλος, περατώνω, τερματισμός, κατάληξη, λήγει, που λήγει, έληξε, που έληξε