Оръжие στα ελληνικά
Μετάφραση: оръжие, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλου, όπλα, όπλων, το όπλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- орнамент στα ελληνικά - στολίδι, κόσμημα, διακόσμηση, διακοσμητικό, διακοσμήσεων
- орхидея στα ελληνικά - ορχιδέα, ορχιδέας, orchid, ορχιδέες
- оса στα ελληνικά - σφήκα, σφήκας, σφηκών, wasp, σφήκες
- осанка στα ελληνικά - συρρικνώνομαι, μπαίνω, συστέλλω, ρουλεμάν, έδρανο, φέρει, εδράνου, ...
Τυχαίες λέξεις
Оръжие στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλου, όπλα, όπλων, το όπλο
Μεταφράσεις: όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλου, όπλα, όπλων, το όπλο