Парк στα ελληνικά
Μετάφραση: парк, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- пари στα ελληνικά - στοιχηματίζω, στοίχημα, χρήματα, χρήμα, χρημάτων, τα χρήματα, χρήματος
- пария στα ελληνικά - παρίας, παρία, παρίες
- парка στα ελληνικά - πάρκο, Πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
- паркет στα ελληνικά - παρκέ, δάπεδο, παρκε, παρκέτα, για παρκέ
Τυχαίες λέξεις
Парк στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Μεταφράσεις: πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης