Λέξη: λάκκος

Σχετικές λέξεις: λάκκος

λάκκος μυγερού, λάκκος του φράγκου, λάκκος στο τουρκμενιστάν, λάκκος ηρακλείου, λάκκος των λεόντων, λάκκος καρατζά, λάκκοσ ορθοπεδικόσ, λάκκος του μυγερού, λάκκος συνώνυμα, λάκκος ονειροκρίτης

Συνώνυμα: λάκκος

σκάμμα, λατομείο, νταμάρι, πλατεία θέατρου, πυρήν, δεξαμενή, κάρτερ αυτοκίνητου, βόθρος, τάφρος, πρόχωμα, λακκούβα με νερό, βούρκος, λάσπη, καταβόθρα

Μεταφράσεις: λάκκος

λάκκος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pit, fosse, dugout, cesspool, fossa

λάκκος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
foso, hoyo, pozo, fosa, pit

λάκκος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entkernen, mine, schachtgrube, falle, box, steinbruch, entsteinen, Grube, Boxen, pit

λάκκος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
noyau, piège, perte, trappe, mine, antre, précipice, creux, écart, caverne, fosse, carrière, trou, dénoyauter, puits, pit, à ciel

λάκκος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cava, fossa, fosso, buca, pit, box

λάκκος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pistão, poço, pedreiras, cova, fosso, pit, buraco

λάκκος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
valkuil, steengroeve, groef, groeve, val, greppel, gracht, kuil, pit, put, pits

λάκκος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
копь, углубление, шахта, ловушка, карьер, впадина, класть, складывать, раковина, щербина, шурф, биржа, могила, западня, противостоять, парник, яма, яму, пит

λάκκος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grop, gruve, grav, pit, gropen

λάκκος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grop, pit, gropen

λάκκος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
monttu, onkalo, ansa, kivi, arpeuttaa, kuoppa, arpi, avolouhos, kuoppaan, pit, kuopan, kaivoon

λάκκος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hul, pit, grube, grav, graven

λάκκος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jáma, díra, dolík, důl, hrob, jeskyně, Pit, jámy, boxech

λάκκος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykop, pestka, kopalnie, dół, parter, jama, dziura, dołować, kopalnia, szyb, wądół, pit, wgłębienia, pestki

λάκκος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tárnalejárat, rohampáholy, sírgödör, földszint, gödör, pit, aknás, gödörbe, akna

λάκκος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tuzak, dane, çukur, pit, çukuru, ocak, çukurun

λάκκος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поршні, яма, яму

λάκκος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gropë, ferri, minierë, pit, gropë e, gropa, gropë të

λάκκος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шахта, кариера, яма, ров, рудник, изкоп

λάκκος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яма, яміна

λάκκος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
auk, pit, auku, kaevu, šahti

λάκκος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okno, parket, rudokop, udubina, rupa, udubljenje, jama, pit, jamu, jami

λάκκος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gröf, náma, hola, Pit, gryfjan, gryfju

λάκκος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
puteus, cavus

λάκκος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
duobė, pragaras, karjeras, skaldykla, duobę, duobės, duobių

λάκκος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bedre, karjers, akmeņlauztuves, bedres, pit, kauliņa

λάκκος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јамата, каменоломот, јама, пит, ров, дупка

λάκκος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
groapă, cursă, groapa, pit, carieră, groapă de

λάκκος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
propast, jáma, past, peklo, pit, jama, jamo, jame, koščični

λάκκος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
peklo, jama, jáma, jamy
Τυχαίες λέξεις