Паста στα ελληνικά
Μετάφραση: паста, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόλλα, πάστα, πάστας, Επικόλληση, πολτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- пасивност στα ελληνικά - παθητικότητα, παθητικότητας, την παθητικότητα, αδράνεια, παθητική στάση
- пасище στα ελληνικά - βοσκότοπος, λειμώνες, χορτολιβαδικές εκτάσεις, βοσκοτόπων, λιβάδια, λειμώνων
- пастор στα ελληνικά - ιερέας, υπουργός, εφημέριος, πάστορας, Pastor, πάστορα, ποιμένας, ...
- патент στα ελληνικά - ευρεσιτεχνία, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνίας, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
Τυχαίες λέξεις
Паста στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόλλα, πάστα, πάστας, Επικόλληση, πολτό
Μεταφράσεις: κόλλα, πάστα, πάστας, Επικόλληση, πολτό