Пластмаса στα ελληνικά
Μετάφραση: пластмаса, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστικός, πλαστική ύλη, πλαστικό, πλαστικά, πλαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- пласт στα ελληνικά - στρώμα, στιβάδα, στρώση, στοιβάδα, στρώματος
- пластинка στα ελληνικά - πλάκα, πιάτο, πλάκας, πινακίδα, έλασμα
- плата στα ελληνικά - τιμάριο, δίδακτρα, αμοιβή, ύφασμα, υφάσματος, υφασμάτων, υφάσματα, ...
- платно στα ελληνικά - καμβάς, πανί, κομμάτι, πλέω, σεντόνι, στρώμα, καμβά, ...
Τυχαίες λέξεις
Пластмаса στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστικός, πλαστική ύλη, πλαστικό, πλαστικά, πλαστική
Μεταφράσεις: πλαστικός, πλαστική ύλη, πλαστικό, πλαστικά, πλαστική