Плесен στα ελληνικά
Μετάφραση: плесен, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μούχλα, περονόσπορος, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- плевра στα ελληνικά - πλευρά, υπεζωκότος, υπεζωκότα, υπεζοκώτα, υπεζωκότας
- пленарния στα ελληνικά - ολομέλεια, ολομέλειας, σύνοδο, της ολομέλειας, σύνοδο της
- плетушка στα ελληνικά - θεία, pletushka
- плод στα ελληνικά - καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς
Τυχαίες λέξεις
Плесен στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μούχλα, περονόσπορος, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα
Μεταφράσεις: μούχλα, περονόσπορος, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα