Покрив στα ελληνικά
Μετάφραση: покрив, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οροφή, σκεπή, ταράτσα, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών
Μεταφράσεις
- покойник στα ελληνικά - αποθανών, θανόντος, απεβίωσε, αποθανόντος, αποβιώσαντος, αποβιώσει
- поколение στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
- покриване στα ελληνικά - κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
- покритие στα ελληνικά - περιτύλιγμα, που καλύπτουν, καλύπτουν, καλύπτοντας, καλύπτει, που καλύπτει
Τυχαίες λέξεις
Покрив στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οροφή, σκεπή, ταράτσα, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών
Μεταφράσεις: οροφή, σκεπή, ταράτσα, στέγη, οροφής, στέγης, στεγών