Οροφή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οροφή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покрив, покрива, на покрива, покривна, покривната
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οροφή
οροφή ορυκτής ίνας, οροφή ορισμός, οροφή τα 4.800 ευρώ τον χρόνο για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, οροφή λεξικο, οροφή μπάνιου, οροφή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οροφή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ορολογία στα βουλγαρικά - терминология, терминологията, термини, терминологията на
- οροπέδιο στα βουλγαρικά - плато, платото, на плато, плато с
- ορτύκι στα βουλγαρικά - пъдпъдък, пъдпъдъци, пъдпъдъците, пъдпъдъчени, пътпъдъци
- ορυκτολογία στα βουλγαρικά - минералогия, минералогията, минералогичен, минералогичен състав
Τυχαίες λέξεις
Οροφή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: покрив, покрива, на покрива, покривна, покривната
Μεταφράσεις: покрив, покрива, на покрива, покривна, покривната