Помагам στα ελληνικά
Μετάφραση: помагам, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικουρία, αρωγή, βοήθημα, βοήθεια, βοηθός, βοηθώ, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- поляна στα ελληνικά - λιβάδι, λιβαδιών, λιβάδια
- полярности στα ελληνικά - πολικότητες, πολικότητα, πολικοτήτων, πολικότητας, σωστή πολικότητα
- помада στα ελληνικά - αλοιφή, αλοιφής, αλοιφή που, αλοιφών, αλοιφές
- помещение στα ελληνικά - κατάλυμα, στέγαση, μέρος, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, το δωμάτιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Помагам στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικουρία, αρωγή, βοήθημα, βοήθεια, βοηθός, βοηθώ, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν
Μεταφράσεις: επικουρία, αρωγή, βοήθημα, βοήθεια, βοηθός, βοηθώ, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, βοηθούν