Правило στα ελληνικά
Μετάφραση: правило, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, ιθύνω, κανόνας, βασιλεύω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- правдоподобие στα ελληνικά - αληθοφάνεια, αληθοφάνειας, την αληθοφάνεια, επίρρωση, η αληθοφάνεια
- правилен στα ελληνικά - διορθώνω, δεξιός, δικαίωμα, σωστός, ακριβής, ορθός, σωστή, ...
- правите στα ελληνικά - φυτίλι, φιτίλι, κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
- правителство στα ελληνικά - πολίτευμα, καθεστώς, δίαιτα, κυβέρνηση, κυβέρνησης, της κυβέρνησης, κρατικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Правило στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, ιθύνω, κανόνας, βασιλεύω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Μεταφράσεις: αποφασίζω, ιθύνω, κανόνας, βασιλεύω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα