Прицел στα ελληνικά

Μετάφραση: прицел, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπεύω, αποβλέπω, σκοπός, βλέψη, θέαμα, όραση, όψεως, θέα, όρασης
Прицел στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • приучат στα ελληνικά - εγκλιματιστεί, εγκλιματιστούν, εγκλιματίζονται, εγκλιματισθούν
  • приход στα ελληνικά - ερχομός, έλευση, κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος
  • причастие στα ελληνικά - μετοχή, κοινωνία, κοινωνίας, κοινωνία της, Μετάληψη, επικοινωνία
  • прическа στα ελληνικά - χτένισμα, hairstyle, Κούρεμα, χτενίσματα, κόμμωση
Τυχαίες λέξεις
Прицел στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπεύω, αποβλέπω, σκοπός, βλέψη, θέαμα, όραση, όψεως, θέα, όρασης