Αποβλέπω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прицел, цели, целите, на целите, има за цел
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλέπω
αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποβλέπω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αποβάλλω στα βουλγαρικά - навес, изключвам, експулсира, експулсиране, изгони, експулсират
- αποβλάκωση στα βουλγαρικά - оцепенелия, притъпяване, слисване, изумление, изумлението
- αποβλακώνω στα βουλγαρικά - вцепенявам, изумявам, замайвам, притъпявам, затъпявам
- αποβολή στα βουλγαρικά - изгнание, аборт, абортите, аборта, аборти
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: прицел, цели, целите, на целите, има за цел
Μεταφράσεις: прицел, цели, целите, на целите, има за цел