Производителност στα ελληνικά

Μετάφραση: производителност, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγικότητα, επίδοση, παράσταση, εκτέλεση, απόδοση, επιδόσεις
Производителност στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • прозорец στα ελληνικά - παράθυρο, window, παραθύρου, το παράθυρο, παράθυρο του
  • прозрачност στα ελληνικά - διαφάνεια, διαφάνειας, της διαφάνειας, τη διαφάνεια, η διαφάνεια
  • производство στα ελληνικά - παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
  • произношение στα ελληνικά - προφορά, την προφορά, εκφώνηση, προφορά της λέξης, προφοράς
Τυχαίες λέξεις
Производителност στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγικότητα, επίδοση, παράσταση, εκτέλεση, απόδοση, επιδόσεις