Проповедник στα ελληνικά
Μετάφραση: проповедник, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιεροκήρυκας, κήρυκας, ιεροκήρυκα, κήρυκα, ιεροκήρυξ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- проникновение στα ελληνικά - διείσδυση, διορατικότητα, εικόνα, γνώση, εικόνα για, αντίληψη
- проповеди στα ελληνικά - κήρυγμα, κηρύγματα, κηρύγματά, κηρυγμάτων, τα κηρύγματα, τα κηρύγματά
- пропорция στα ελληνικά - αναλογία, ποσοστό, μέρος, ανάλογα, ποσοστού
- пропуск στα ελληνικά - παράλειψη, παράλειψης, η παράλειψη, παραλείψεως, παραλείψεις
Τυχαίες λέξεις
Проповедник στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιεροκήρυκας, κήρυκας, ιεροκήρυκα, κήρυκα, ιεροκήρυξ
Μεταφράσεις: ιεροκήρυκας, κήρυκας, ιεροκήρυκα, κήρυκα, ιεροκήρυξ