Λέξη: χωριό

Σχετικές λέξεις: χωριό

χωρίο συνωνυμο, εκπτωτικό χωρίο, δασικό χωρίο, χωρίο sos, χωρίο της ειρήνης, χωρίο ετυμολογία, μουσικό χωρίο, χωρίο ειρήνης, χωρίο μαθηματικα, ολυμπιακό χωρίο

Συνώνυμα: χωριό

χωριό

Μεταφράσεις: χωριό

χωριό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
quotation, passage, village, verse, the passage, the village

χωριό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
citación, cita, cotización, pasaje, paso, paso de, el paso, aprobación

χωριό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anführungsstriche, kurs, belegstelle, zitat, börsenkurs, börsennotierung, bezugnahme, Durchgang, Passage, Stelle, Durchfahrt

χωριό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cotation, référence, citation, cote, devis, passage, le passage, adoption, passage de, canal

χωριό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
citazione, brano, passaggio, passo, il passaggio, di passaggio

χωριό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parado, quitar, citação, passagem, passagem de, a passagem, trecho, passar

χωριό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanhaling, citaat, passage, doorgang, overgang, gang, verstrijken

χωριό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цитирование, цитата, курс, цена, оферта, предложение, котировка, расценка, прохождение, проход, переход, отрывок, проезд

χωριό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sitat, passasje, passasjen, passage, passering

χωριό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
citat, passage, passagen

χωριό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lainaus, sitaatti, kulku, kohta, käytävä, siirtyminen, kappale

χωριό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
passage, passagen, afsnit, overgangen

χωριό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
citát, citace, průchod, průjezd, pasáž, průchodu, přechod

χωριό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cytowanie, wycena, notowanie, ceduła, zacytowanie, przytoczenie, cytat, przejście, upływ, przejazd, pasaż, korytarz

χωριό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áthaladás, folyosón, átjáró, áthaladását, járat

χωριό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçit, geçiş, pasaj, geçişi, kanalı

χωριό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
квоти, проходження, Організація проходження, Прохождение

χωριό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasazh, kalim, kalimi, pasazhi, kalimi i

χωριό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
цитата, пасаж, проход, преминаване, откъс, преминаването

χωριό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праходжанне, мінанне, праходжаньне

χωριό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tsitaat, koteering, noteering, läbimine, koridor, möödumine, läbipääsu, teekonda

χωριό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cijene, prolaz, odlomak, prolaza, prolaz za, ulomak

χωριό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilvitnun, yfirferð, leið, framrás, göng, göngin

χωριό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištrauka, perėjimas, praėjimas, kanalas, pasažas

χωριό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
norāde, fragments, eja, pāreja, šķērsošana, caurbraukšanas

χωριό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
премин, минување, пасус, усвојувањето, поминување

χωριό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
referinţă, pasaj, trecere, trecerea, de trecere, trecerii

χωριό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
citát, odlomek, prehod, prehoda, prehodu, prehodom

χωριό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
citát, priechod, prechod, kanál
Τυχαίες λέξεις